- ζωαγρία
- ζῳαγρία, ἡ (Α)ο τόπος, το οικοδόμημα όπου φυλάσσονται ζώα, ιδίως άγρια, ατιθάσευτα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί ζωγρείον*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζωαγρίᾳ — ζωαγρίᾱͅ , ζωάγριος ransom paid for a prisoner taken alive) reward for life saved fem dat sg (attic doric aeolic) ζωαγρίᾱͅ , ζωαγρία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωάγρια — ransom paid for a prisoner taken alive) reward for life saved neut nom/voc/acc pl ζωάγριος ransom paid for a prisoner taken alive) reward for life saved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳάγρια — ζωάγρια ransom paid for a prisoner taken alive) reward for life saved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωάγρι' — ζωάγρια , ζωάγρια ransom paid for a prisoner taken alive) reward for life saved neut nom/voc/acc pl ζωάγρια , ζωάγριος ransom paid for a prisoner taken alive) reward for life saved neut nom/voc/acc pl ζωάγριε , ζωάγριος ransom paid for a prisoner … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωαγρίων — ζωάγρια ransom paid for a prisoner taken alive) reward for life saved neut gen pl ζωάγριος ransom paid for a prisoner taken alive) reward for life saved fem gen pl ζωάγριος ransom paid for a prisoner taken alive) reward for life saved masc/neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωάγριος — ζωάγριος, ον (Α) 1. αυτός που σώζει τη ζωή κάποιου 2. φρ. «ζωαγρίους χάριτας ὀφλισκάνω» οφείλω ευγνωμοσύνη για τη σωτηρία τής ζωής μου 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζωάγριον η θυσία που προσφέρεται για τη σωτηρία κάποιου 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά… … Dictionary of Greek
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek
ζωγρείον — ζωγρεῑον και διαφ. γρ. ζώγριον, τὸ (Α) [ζωγρώ]·1. τόπος όπου φυλάσσονται άγρια ζώα, θηριοτροφείο 2. κλουβί 3. παγίδα 4. ιχθυοτροφείο 5. στον πληθ. τὰ ζωγρεῑα τα ζωάγρια* … Dictionary of Greek
μοιχάγρια — μοιχάγρια, τὰ (Α) πρόστιμο που επιβαλλόταν σε εκείνους που συλλαμβάνονταν για μοιχεία («μοιχάγρι ὀφέλει», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. μοιχὸν ἀγρεῖν, σχηματισμένο αναλογικά προς το ζωάγρια (βλ. ζωάγριος)] … Dictionary of Greek